ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. ΔΥΟ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ.
- Δευτέρα, 21 Οκτωβρίου 2013 -

 ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. ΔΥΟ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ.

 

Κ. Λαντίτσου

 

Τομέας Συγκοινωνιακά Έργα και Μεταφορές, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Πολυτεχνική Σχολή, ΔΠΘ, 67100, Ξάνθη

 

Email: Klantits@civil.duth.gr

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο σχεδιασμός του χώρου είναι αμφίδρομα συνδεδεμένος με το αναπτυξιακό πρότυπο. Η οικοανάπτυξη έχει δύο συνιστώσες: την επιστήμη της οικολογίας που μετασχηματίζει τις παραγωγικές δραστηριότητες του ανθρώπου και τον πολιτισμό της κάθε χώρας και της κάθε περιοχής ο οποίος αναδεικνύει και την πολιτιστική της ετερότητα.

Κρίσιμη έννοια για τον οικολογικό σχεδιασμό είναι η φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων. Στόχος του χωροταξικού σχεδιασμού είναι η αειφορία των φυσικών οικοσυστημάτων ώστε να δύνανται να βαστάζουν και να τροφοδοτούν τα ανθρωπογενή συστήματα με άμεσο οικολογικό σχεδιασμό των προστατευμένων βιότοπων, αποκατάσταση των οικοσυστημάτων που έχουν διαταραχθεί και ανάδειξη των πυρήνων της πολιτιστικής κληρονομιάς. Στόχος του πολεοδομικού σχεδιασμού είναι ο κάθε οικισμός ν’ αναπτύσσεται εντός της φέρουσας ικανότητας του ευρύτερου οικοσυστήματος στήριξής του, ικανοποιώντας στο χώρο τις «πραγματικές» ανάγκες του ανθρώπου, τις ανάγκες για καλλιέργεια των ανθρώπινων σχέσεων σύμφωνα με το πολιτιστικό πρότυπο του κάθε τόπου και οργανώνοντας τις παραγωγικές και άλλες δραστηριότητες με σεβασμό στους νόμους της φύσης. Καθίσταται αναγκαία η περιβαλλοντική αναβάθμιση των υποβαθμισμένων περιοχών, η σχεδίαση των νέων επεκτάσεων σύμφωνα με τις αρχές της οικοανάπτυξης, η άμεση αξιοποίηση του πολιτιστικού πλούτου και η προσπάθεια οργάνωσης του οικιστικού χώρου σε μικρές ενότητες κοινοτικής ζωής σύμφωνα με τις πολιτιστικές του παραδόσεις. 

Στον οικολογικό μετασχηματισμό ενός αναπτυξιακού χωρικού σχεδιασμού θα συμβάλλει τα μέγιστα μια παιδεία με στόχο τη δημιουργία ενεργών πολιτών. Καθοριστικό ρόλο καλούνται να παίξουν τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα και ιδιαίτερα αυτά που υπηρετούν την διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου.

 

Λέξεις κλειδιά: πολεοδομία, χωροταξία, οικοανάπτυξη, οικολογία και πολιτισμός

 

 

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ανάπτυξη αποτελεί έννοια με ιδεολογικό περιεχόμενο που δεν μένει αναλλοίωτη με το πέρασμα του χρόνου. Αποτελεί ένα σύστημα αξιών που αντικατοπτρίζει την κυρίαρχη αντίληψη.

Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης ή οικοανάπτυξης έρχεται να εστιάσει την προσοχή της σ’ ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, την περιβαλλοντική υποβάθμιση συνεξετάζοντας την με τα κοινωνικά, πολιτιστικά, οικονομικά και τεχνολογικά προβλήματα που συνθέτουν την κρίση.

Ο σχεδιασμός του χώρου, ως πράξη (συστηματικά ή μη) πάντα υφίσταται λόγω της ανάπτυξης των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων στο χώρο.

Αμφίδρομα συνδεδεμένος με την οικοανάπτυξη είναι και ο σχεδιασμός του χώρου σε χωροταξικό και πολεοδομικό επίπεδο. Η χωροταξία και η πολεοδομία οργανώνουν στο χώρο τις αναπτυξιακές δραστηριότητες. Ο φυσικός χώρος στην αναπτυξιακή διαδικασία παρεμβαίνει δυναμικά και καθοριστικά ορίζοντας τις φυσικές παραμέτρους που οφείλει ο άνθρωπος να σεβαστεί σ’ ένα αρμονικό διάλογο πολιτισμού (ως τρόπος ζωής) και φύσης (νόμοι της φύσης).

 

2. ΟΙΚΟΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ

Ως οικοανάπτυξη ορίζεται η ανάπτυξη όταν αυτή σε δεδομένο χωροχρονικό πλαίσιο διαχειρίζεται τους φυσικούς πόρους σύμφωνα με τους όρους που η φύση καθορίζει (όταν χράται και δεν καταχράται) αναπτύσσοντας μια στρατηγική σε συνάρτηση με τον πολιτισμό, την παράδοση της κάθε χώρας και τις εσωτερικές ηθικές αξίες. Η οικοανάπτυξη έχει δυο συνιστώσες, την επιστήμη της οικολογίας και τον πολιτισμό της κάθε χώρας και της κάθε περιοχής.

Η πολιτική οικοανάπτυξης θα πρέπει να προωθηθεί μέσα από τη σταδιακή ενσωμάτωση στις χωροταξικές διαδικασίες, με προγράμματα διαχείρισης ευαίσθητων  πόρων, την καθιέρωση ισχυρών οικονομικών κινήτρων και αντικινήτρων ξεκινώντας σε πρώτη φάση από τοπικό επίπεδο και προχωρώντας σε περιφερειακά και εθνικά επίπεδα.

Ο εμπλουτισμός του χωρικού σχεδιασμού με την περιβαλλοντική διάσταση αφορά τόσο τομεακούς όσο χωροταξικούς και πολεοδομικούς σχεδιασμούς. Ο σχεδιασμός σε εθνικό επίπεδο συγκεντρώνει πληροφορίες περιβάλλοντος φυσικού και πολιτιστικού στοχεύοντας στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη όλων των τομέων παραγωγής, στην ισόρροπη ανάπτυξη, στην ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας και της πολιτιστικής ταυτότητάς της. Στα πλαίσια της χωροταξικής ανασυγκρότησης της χώρας σταθερή κατεύθυνση παραμένει η συστηματική προστασία, ανάδειξη και αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πόρων κάθε περιοχής. Πόρων που δεν περιορίζονται μόνο στον ορυκτό πλούτο, στη γη υψηλής παραγωγικότητας και στις ενεργειακές πηγές, αλλά περιλαμβάνουν κύρια την πολιτιστική κληρονομιά (αρχαία, βυζαντινή και νεότερη για την περίπτωση της Ελλάδας),  τους σημαντικούς βιότοπους (λίμνες, κλειστοί κόλποι, θαλάσσια πάρκα, εναπομείναντα δάση κλπ) και τα ευαίσθητα οικοσυστήματα.

Ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός στην κλίμακα της περιφέρειας ή της τοπικής κλίμακας συγκεντρώνει περιβαλλοντικές πληροφορίες αντοχής και καταλληλότητας καθώς και έντασης φόρτων σε χωρική βάση. Οι τομεακοί σχεδιασμοί (ιδιαίτερα οι αφορώντες την προστασία της φύσης) λαμβάνουν υπόψη τους την ευαισθησία των οικοσυστημάτων. Ο χωροταξικός σχεδιασμός υποδεικνύει την έγκαιρη διερεύνηση των συγκρούσεων μεταξύ χρήσεων από περιβαλλοντική σκοπιά. Τα μεγάλα έργα υποδομής κρίνονται ως προς τις αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους σε υπερτοπικό επίπεδο με στόχο την ελαχιστοποίηση των τελευταίων (λειτουργία αντίδρασης). Επίσης, επιλέγονται περιοχές περιβαλλοντικής αναβάθμισης και προστασίας.

Σε τοπικό επίπεδο τα φυσικά στοιχεία του χώρου που επιλέγονται (κλίμα, σύσταση του εδάφους, ύπαρξη νερών κα) βοηθούν στην μελέτη για το είδος και το μέγεθος της όποιας αναπτυξιακής δραστηριότητας θα χωροθοθετηθεί στη συγκεκριμένη περιοχή. Σε χώρους που έχουν υποστεί περιβαλλοντική υποβάθμιση αποφασίζεται πρώτα η περιβαλλοντική αποκατάσταση της περιοχής και επιλέγεται η νέα χρήση της με οικολογικά κριτήρια. Σε περιοχές που είναι «καθαρές» σχεδιάζεται η χρήση εξ αρχής.

Ιδιαίτερη φροντίδα υπάρχει ώστε με την χάραξη μιας αναπτυξιακής χωροταξικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο να υπάρξει οικονομικοκοινωνική αυτοδυναμία. Παράλληλα οριοθετούνται βιότοποι αξιόλογοι για προστασία και άσκηση ειδικής χωροταξικής πολιτικής.

Τα παραδοσιακά, ιστορικά οικιστικά σύνολα ή μνημεία που υπάρχουν στην υπό μελέτη περιοχή χρήζουν ιδιαίτερης φροντίδας γιατί είναι δείγματα προβολής της εξελικτικής πορείας της κάθε περιοχής.

Σε πολεοδομικό επίπεδο η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι περισσότερο εμφανής. Άλλωστε οι μεγάλες οικιστικές συγκεντρώσεις παραβιάζοντας τη φέρουσα ικανότητα του οικοσυστήματος που τα στηρίζει δημιουργούν το γνωστό νέφος με αρνητικές επιπτώσεις και στην υγεία των ανθρώπων αλλά και των άλλων οικοσυστημάτων.

Μέχρι πρόσφατα, η κυρίαρχη δομική αντίληψη προσανατολιζόταν στη δίχως όρια αστικοποίηση και οι κατοικημένοι χώροι διαιρούνταν σε πρωτεύουσες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, ενώ η επικρατούσα τάση ήταν αυξητική προς όφελος των αστικών κέντρων, πράγμα που σε τελική ανάλυση οδηγούσε σε μαρασμό τις μικρότερες οικιστικές μονάδες.

Η όλη κατάσταση φαίνεται να απέχει πολύ από τον αριστοτελικό ορισμό της ιδανικής πόλης, που εξαιτίας του μικρού μεγέθους και της αυτάρκειάς της, θα εξασφάλιζε τις προϋποθέσεις της ευνομίας και της δημοκρατίας, η οποία αποτελεί, το μοναδικό πολίτευμα που βρίσκεται σε συμφωνία με τη φύση του ανθρώπου επιτρέποντας την ανάπτυξη της υλικής, πνευματικής, κοινωνικής και πολιτικής διάστασής του. Ωστόσο, η πρόταση δημιουργίας αποκλειστικά και μόνο μικρών οικιστικών μονάδων θα ήταν σήμερα ουτοπία. Εκείνο που χρειάζεται είναι η δημιουργία πυρήνων μέσα στα υπαρκτά όρια των σύγχρονων πόλεων, που θα λειτουργήσουν εν είδει γειτονιάς.

Σε κάθε οικισμό ο αναπτυξιακός σχεδιασμός του σε σχέση με το οικοσύστημα που τον στηρίζει, πρέπει να στοχεύει, στο μέτρο που αυτό είναι δυνατό, σε ένα υψηλό βαθμό αυτοδυναμίας (τροφικής, ενεργειακής, οικονομικοκοινωνικής) και πάντα μέσα στη φέρουσα ικανότητα του οικοσυστήματος. Η πληρότητα δε της οικονομικοκοινωνικοτεχνικής υποδομής να υπάρχει σε κυτταρικό επίπεδο της γειτονιάς σύμφωνα με την οικολογική αντίληψη.

Οι μικρές γειτονιές συντελούν στην ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ των γειτόνων καθώς και στην ανάπτυξη σχέσεων αδελφοσύνης. Κάθε γειτονιά πρέπει να ικανοποιεί πλήρως τις υλικές, κοινωνικές και πνευματικές ανάγκες των κατοίκων της. Εκεί είναι που πρέπει να δοθεί έμφαση. Ένας πλήρης κοινωνικοτεχνικός εξοπλισμός, παιδικές χαρές, χώροι πρασίνου, αθλητικοί χώροι, αγορά που θα εξυπηρετεί όσο το δυνατόν πληρέστερα τους κατοίκους θα είναι στόχος κάθε σχεδιασμού. Η ύπαρξη χώρων όπως ένα πλήρες εξοπλισμένο εργαστήριο ώστε ο κάθε κάτοικος της γειτονιάς να μπορεί τον ελεύθερο χρόνο του να δημιουργεί αντικείμενα προσωπικής χρήσης, μια πλήρης εξοπλισμένη βιβλιοθήκη ακόμη και κάποια εστιατόρια αυτοδιαχειριζόμενα από τους ίδιους τους κατοίκους της γειτονιάς για δική τους χρήση και εξυπηρέτηση βοηθούν στην άνοδο της ποιότητας της ζωής των ανθρώπων στον άμεσο καθημερινό χώρο. Η φροντίδα μοναχικών γερόντων άρρωστων ή ανθρώπων που χρήζουν βοηθείας να αναλαμβάνεται από τους ίδιους τους γείτονες ως έργα έμπρακτης αγάπης προς αυτούς. Η οργάνωση της ζωής στο χώρο της γειτονιάς μέσα στο πνεύμα της αγάπης που καλλιεργεί ιδιαίτερα η ελληνική παράδοση πάντα θα έχει δημιουργικές εκπλήξεις όσον αφορά την καλυτέρευση της ποιότητας της ζωής. Οι αυτοδύναμες οικονομικοκοινωνικά γειτονιές θα συμβάλλουν στη μείωση των αναγκών για μετακίνηση με αυτοκίνητα και οι δρόμοι από χώροι δημιουργίας άγχους θα μετατραπούν σε χώρους επικοινωνίας των ανθρώπων.

Ο περιβαλλοντικός σχεδιασμός στην κλίμακα της πόλης προτείνει περιβαλλοντικά ανεκτές χωροθετήσεις χρήσεων γης τόσο ως προς το είδος όσο και ως προς την ένταση. Εκπονεί σχέδια εξυγίανσης βεβαρημένων περιοχών. Η μελέτη χωροθέτησης μεμονωμένων εγκαταστάσεων με παράμετρο την αποφυγή δυσμενών περιβαλλοντικών επιπτώσεων επέχει συνήθως θέση προκαταρκτικής μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Ένα υπόβαθρο για τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό στην κλίμακα της πόλης προσφέρει η αστική οικολογία. Οι πόλεις χαρακτηρίζονται από υψηλή πυκνότητα δραστηριοτήτων σε περιορισμένο χώρο. Είναι επόμενο η διαδικασία αστικοποίησης να έχει αυξημένες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Η προστασία του αστικού οικοσυστήματος πρέπει να λάβει υπόψη της ένα σύνθετο δίκτυο αλληλεξαρτήσεων και να επιδιώξει την ολοκληρωμένη συνεργασία τόσο των γειτονικών δήμων όσο και των δημοτικών υπηρεσιών (πολεοδομίας, δημοσίων συγκοινωνιών, διαχείρισης στάθμευσης, πρασίνου, κλπ). Κρίσιμη είναι η διατήρηση και δικτύωση συνεκτικών ελεύθερων χώρων ενώ η βελτίωση της μικροκλίμακας γειτονιάς και η συμμετοχή των ενεργών πολιτών στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό συμβάλλει στην αποδοχή σχετικών μέτρων. Είναι γενικά πολύ οικονομικότερη η πρόληψη περιβαλλοντικών φόρτων και η διαφύλαξη μη-ανανεώσιμων πόρων παρά η εξυγίανση κι επανόρθωση περιβαλλοντικών ζημιών, που έχουν ήδη συντελεστεί.

 

3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η με οικολογική κατεύθυνση χωροταξική πολιτική, αμφίδρομα συνδεδεμένη με την οικοανάπτυξη, στοχεύει στο σχεδιασμό του χώρου με πλήρη σεβασμό στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Ο χωροταξικός σχεδιασμός στην ύπαιθρο χώρα θα πρέπει: α) Να οριοθετεί τις προστατευμένες νομοθετικά περιοχές, όπως είναι οι βιότοποι (συνθήκη Ramsar, Βέρνης κ.α.) ενώ η σχεδιαστική αναπτυξιακή αξιοποίησή τους να γίνεται με πλήρη εφαρμογή των αρχών της οικοανάπτυξης. Τα τμήματα αυτά θα λειτουργήσουν και ως πρότυπα οικοανάπτυξης και οικοσχεδιασμού του χώρου. β) Να γίνουν μελέτες αποκατάστασης (restoration) των υποβαθμισμένων περιβαλλοντικά περιοχών με άμεση εφαρμογή των αρχών της οικοανάπτυξης και του οικοσχεδιασμού. Πρέπει να αποκατασταθούν οι περιβαλλοντικές ζημιές όπου αυτές έχουν προκληθεί. γ) Για όλο τον υπόλοιπο χώρο ο χωροταξικός σχεδιασμός πρέπει να αξιοποιεί τις φυσικές και πολιτιστικές αξίες του τόπου. Ο σεβασμός των νόμων της φύσης, όπως τους ορίζει η οικολογία, θα πρέπει να κατευθύνει τη νέα χωροταξική πολιτική. Το φυσικό υπόβαθρο προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό και το περιεχόμενο του αναπτυξιακού σχεδιασμού. Η οικολογική αντίληψη περνώντας σε κάθε τομεακό αναπτυξιακό σχεδιασμό της παραγωγής δίνει νέες κατευθύνσεις στην οργάνωση των χρήσεων γης στο χώρο.

Στο οικιστικό δίκτυο θα πρέπει να υπάρξει άμεση προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι παραδοσιακοί οικισμοί πρέπει να αποτελέσουν τους οικιστικούς πυρήνες διατήρησης της μεγάλης πολιτιστικής κληρονομιάς ως πολεοδομική έκφραση του τρόπου ζωής κάθε χώρας. Το ίδιο και οι διάσπαρτοι ιστορικοί και παραδοσιακοί πυρήνες της χώρας. Ειδικά για την Ελλάδα είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η χώρα ως πρότυπο οικιστικής οργάνωσης του ελληνικού τρόπου κοινοτικής ζωής, στοιχεία του οποίου πρέπει, αναπροσαρμοζόμενα στη σύγχρονη πραγματικότητα, να συνεχίσουν να υπάρχουν.

Στόχος ενός χωροταξικού σχεδιασμού με οικολογικό προσανατολισμό είναι η όσο το δυνατόν πληρέστερη κάλυψη των αναγκών τοπικά και με πλήρη σεβασμό στους νόμους της φύσης. Προς τούτο χρειάζεται πλήρη αποτύπωση του υπάρχοντος χώρου κατά τόπο (είδος εδάφους, μικροκλίμα, ποιότητα και ποσότητα νερού, κ.α.) ώστε ο σχεδιασμός να εξυπηρετεί την καλύτερη διαχείριση αυτών. Ιδιαίτερη μέριμνα χρειάζονται οι ορεινές, νησιώτικες και παράκτιες περιοχές. Η Ελλάδα με τον αξιόλογο φυσικό και πολιτιστικό πλούτο μπορεί να καταστεί πρότυπο οικοσχεδιασμού.

Μια πολεοδομική πολιτική διαπνεόμενη από τις οικολογικές αντιλήψεις θα πρέπει να στοχεύει σε δύο βασικές κατευθύνσεις:

1) Η κάθε πόλη, ως σύστημα, να ενσωματώνεται στο ευρύτερο οικοσύστημα που τη στηρίζει έτσι ώστε: (α) Το ευρύτερο περιβάλλον ν’ απορροφά τις διάφορες μορφές ρύπανσης που προκαλεί η πόλη ως σύνολο, ενώ τα απόβλητά της να ενσωματώνονται στους βιογεωχημικούς κύκλους του ευρύτερου περιβάλλοντος. (β) Οι τροφικές και ενεργειακές ανάγκες των κατοίκων της να ικανοποιούνται όσο το δυνατόν πληρέστερα από το άμεσα ευρύτερο περιβάλλον της.

2) Να υπάρξει μια εσωτερική οικολογική αναδιάρθρωση του αναπτυξιακού της σχεδιασμού έτσι ώστε: να εκφράζει και να ικανοποιεί στο χώρο του οικισμού τις υλικές, κοινωνικές, πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου, τις ανάγκες για την καλλιέργεια του ανθρώπου και των ανθρώπινων σχέσεων, όπως ορίζει το πολιτιστικό πρότυπο της κάθε χώρας, ενώ για την οργάνωση των παραγωγικών και άλλων δραστηριοτήτων στο χώρο πρέπει να είναι σεβαστοί οι νόμοι της φύσης. Έτσι, α) ο κάθε οικισμός ως σύνολο πρέπει να αναπτύσσεται εντός της φέρουσας ικανότητας της ευρύτερης περιοχής στήριξης του. Να υπάρχει ισορροπία μεταξύ εισροών και εκροών από και προς το ευρύτερο περιβάλλον. Επίσης πρέπει β) να αξιοποιηθεί άμεσα ο πολιτιστικός πλούτος του κάθε οικισμού, γ) να αναβαθμιστούν οι υποβαθμισμένες περιοχές του, δ) οι νέες επεκτάσεις του να σχεδιάζονται εξαρχής, σύμφωνα με τις αρχές της οικοανάπτυξης, ενώ ε) η προσπάθεια οργάνωσης του οικιστικού χώρου σε μικρές ενότητες κοινοτικής ζωής (γειτονιά), σύμφωνα με τις πολιτιστικές παραδόσεις της κάθε χώρας, είναι από τα βασικά ζητήματα για ένα οικολογικό μετασχηματισμό του οικιστικού χώρου.

Για τον οικολογικό μετασχηματισμό της ανάπτυξης και του σχεδιασμού θα συμβάλλει τα μέγιστα μια παιδεία που θα έχει στόχο τη δημιουργία ενεργών πολιτών. Η επιστήμη της οικολογίας και ο πολιτισμός της κάθε χώρας θα δώσουν το περιεχόμενο αυτής της παιδείας.

 

4. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Λαντίτσου Κ., 1998. Οικολογικές Παράμετροι στην Ανάπτυξη και το Σχεδιασμό του Χώρου – Η περίπτωση της Ελλάδας. Διδακτορική Διατριβή. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών. Τομέας Συγκοινωνιακών Έργων και Μεταφορών. Ξάνθη.

Μοδινός Μ. και Ευθυμιόπουλος, 2003. Οι Δρόμοι της Αειφορίας.  Διεπιστημονικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών (ΔΙΠΕ). Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».

Μοδινός Μ. και Ευθυμιόπουλος Η., 2000. Η Βιώσιμη Πόλη. Διεπιστημονικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών (ΔΙΠΕ). Εκδόσεις «Στοχαστής».

Μπεριάτος Η., 1999. Στρατηγικός Χωροταξικός Σχεδιασμός. Χωροταξία IV. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης. Βόλος.